- βάσκαμα
- τοτο μάτιασμα: Φορούσε μπλε χάντρα για να μην τον πιάνει το βάσκαμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάσκαμα — το και βασκαμός, ο [βασκαίνω] η βασκανία … Dictionary of Greek
αβάσκαμα — το το βάσκαμα* … Dictionary of Greek
μάτιασμα — το [ματιάζω] η δυσμενής επήρεια και το αποτέλεσμα που ασκεί ο βάσκανος οφθαλμός, το «κακό μάτι», το βάσκαμα … Dictionary of Greek
αγήτευτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να πάθει γήτεμα, βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκαμός — ο το βάσκαμα: Φυλάξου από βασκαμό κι από κακό μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκανία — η το βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάτιασμα — το το βάσκαμα, το κακό μάτι: Με έπιασε πονοκέφαλος από το μάτιασμά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβάσκαμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβασκαίνω, απαλλαγή από το βάσκαμα, ξεμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβασκαίνω — ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)